Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόσχοινος
ὄλοσχος
ὁλοσώματος
ὁλοτελής
ὁλότης
ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
ὁλοφάκελος
ὁλόφακος
ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
ὀλοφώϊος
View word page
ὀλοφλυκτίς
large pimple

ShortDef

large pimple

Debugging

Headword:
ὀλοφλυκτίς
Headword (normalized):
ὀλοφλυκτίς
Headword (normalized/stripped):
ολοφλυκτις
IDX:
61639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61640
Key:

Data

{'content': 'large pimple'}