Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὄλοσχος
ὁλοσώματος
ὁλοτελής
ὁλότης
ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
ὁλοφάκελος
ὁλόφακος
ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
ὀλόφυρσις
ὀλοφυρτέος
ὀλοφυρτικός
View word page
ὁλόφακος
unbruised lentils

ShortDef

unbruised lentils

Debugging

Headword:
ὁλόφακος
Headword (normalized):
ὁλόφακος
Headword (normalized/stripped):
ολοφακος
IDX:
61638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61639
Key:

Data

{'content': 'unbruised lentils'}