Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόσφυρος2
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὄλοσχος
ὁλοσώματος
ὁλοτελής
ὁλότης
ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
ὁλοφάκελος
ὁλόφακος
ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
ὀλοφύρομαι
View word page
ὁλότμητος
cut in large pieces

ShortDef

cut in large pieces

Debugging

Headword:
ὁλότμητος
Headword (normalized):
ὁλότμητος
Headword (normalized/stripped):
ολοτμητος
IDX:
61635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61636
Key:

Data

{'content': 'cut in large pieces'}