Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόσφυρος
ὁλόσφυρος2
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὄλοσχος
ὁλοσώματος
ὁλοτελής
ὁλότης
ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
ὁλοφάκελος
ὁλόφακος
ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὁλοφυής
ὀλοφυρμός
View word page
ὁλοτίλλω
uproot entirely

ShortDef

uproot entirely

Debugging

Headword:
ὁλοτίλλω
Headword (normalized):
ὁλοτίλλω
Headword (normalized/stripped):
ολοτιλλω
IDX:
61634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61635
Key:

Data

{'content': 'uproot entirely'}