Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλόσφαλτος
ὁλοσφύρατος
ὁλοσφύριον
ὁλόσφυρος
ὁλόσφυρος2
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὄλοσχος
ὁλοσώματος
ὁλοτελής
ὁλότης
ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
ὁλοφάκελος
ὁλόφακος
ὀλοφλυκτίς
ὀλοφρονέω
ὀλοφυγγών
View word page
ὁλοσώματος
of or with the whole body
ShortDef
of or with the whole body
Debugging
Headword:
ὁλοσώματος
Headword (normalized):
ὁλοσώματος
Headword (normalized/stripped):
ολοσωματος
IDX:
61631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61632
Key:
Data
{'content': 'of or with the whole body'}