Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλοστήμων
ὁλόστομος
ὁλοστρόγγυλος
ὁλόστροφος
ὁλόσφαλτος
ὁλοσφύρατος
ὁλοσφύριον
ὁλόσφυρος
ὁλόσφυρος2
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὄλοσχος
ὁλοσώματος
ὁλοτελής
ὁλότης
ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
ὁλοφάκελος
View word page
ὁλοσχερής
whole, entire, complete

ShortDef

whole, entire, complete

Debugging

Headword:
ὁλοσχερής
Headword (normalized):
ὁλοσχερής
Headword (normalized/stripped):
ολοσχερης
IDX:
61627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61628
Key:

Data

{'content': 'whole, entire, complete'}