Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόστεον
ὁλοστήμων
ὁλόστομος
ὁλοστρόγγυλος
ὁλόστροφος
ὁλόσφαλτος
ὁλοσφύρατος
ὁλοσφύριον
ὁλόσφυρος
ὁλόσφυρος2
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὄλοσχος
ὁλοσώματος
ὁλοτελής
ὁλότης
ὁλοτίλλω
ὁλότμητος
Ὀλοῦς
View word page
ὁλοσχέρεια
a general survey

ShortDef

a general survey

Debugging

Headword:
ὁλοσχέρεια
Headword (normalized):
ὁλοσχέρεια
Headword (normalized/stripped):
ολοσχερεια
IDX:
61626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61627
Key:

Data

{'content': 'a general survey'}