Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
ὁλοσκωληκόβρωτος
ὁλοσμαράγδινος
ὁλοσπάς
ὁλοσπόνδειος
Ὀλοσσών
ὁλόστεον
ὁλοστήμων
ὁλόστομος
ὁλοστρόγγυλος
ὁλόστροφος
ὁλόσφαλτος
ὁλοσφύρατος
ὁλοσφύριον
ὁλόσφυρος
ὁλόσφυρος2
ὁλοσχέρεια
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
View word page
ὁλοστρόγγυλος
entirely round

ShortDef

entirely round

Debugging

Headword:
ὁλοστρόγγυλος
Headword (normalized):
ὁλοστρόγγυλος
Headword (normalized/stripped):
ολοστρογγυλος
IDX:
61619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61620
Key:

Data

{'content': 'entirely round'}