Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλόπτω
ὁλόπυρος
ὁλόρριζος
ὀλός
ὅλος
ὁλοσηρικοπράτης
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
ὁλοσκωληκόβρωτος
ὁλοσμαράγδινος
ὁλοσπάς
ὁλοσπόνδειος
Ὀλοσσών
ὁλόστεον
ὁλοστήμων
ὁλόστομος
ὁλοστρόγγυλος
ὁλόστροφος
ὁλόσφαλτος
ὁλοσφύρατος
View word page
ὁλοσμαράγδινος
entirely of emerald

ShortDef

entirely of emerald

Debugging

Headword:
ὁλοσμαράγδινος
Headword (normalized):
ὁλοσμαράγδινος
Headword (normalized/stripped):
ολοσμαραγδινος
IDX:
61612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61613
Key:

Data

{'content': 'entirely of emerald'}