Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλοποιός
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπράσινος
ὁλόπτερος
ὀλόπτω
ὁλόπυρος
ὁλόρριζος
ὀλός
ὅλος
ὁλοσηρικοπράτης
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
ὁλοσκωληκόβρωτος
ὁλοσμαράγδινος
ὁλοσπάς
ὁλοσπόνδειος
Ὀλοσσών
ὁλόστεον
ὁλοστήμων
ὁλόστομος
View word page
ὁλοσηρικός
of silk

ShortDef

of silk

Debugging

Headword:
ὁλοσηρικός
Headword (normalized):
ὁλοσηρικός
Headword (normalized/stripped):
ολοσηρικος
IDX:
61608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61609
Key:

Data

{'content': 'of silk'}