Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλόπαππος
ὁλοποιέω
ὁλοποιός
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπράσινος
ὁλόπτερος
ὀλόπτω
ὁλόπυρος
ὁλόρριζος
ὀλός
ὅλος
ὁλοσηρικοπράτης
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
ὁλοσκωληκόβρωτος
ὁλοσμαράγδινος
ὁλοσπάς
ὁλοσπόνδειος
View word page
ὁλόρριζος
with the entire root

ShortDef

with the entire root

Debugging

Headword:
ὁλόρριζος
Headword (normalized):
ὁλόρριζος
Headword (normalized/stripped):
ολορριζος
IDX:
61604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61605
Key:

Data

{'content': 'with the entire root'}