Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλόπαππος
ὁλοποιέω
ὁλοποιός
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπράσινος
ὁλόπτερος
ὀλόπτω
ὁλόπυρος
ὁλόρριζος
ὀλός
ὅλος
ὁλοσηρικοπράτης
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
ὁλοσκωληκόβρωτος
ὁλοσμαράγδινος
ὁλοσπάς
View word page
ὁλόπυρος
of unground wheat

ShortDef

of unground wheat

Debugging

Headword:
ὁλόπυρος
Headword (normalized):
ὁλόπυρος
Headword (normalized/stripped):
ολοπυρος
IDX:
61603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61604
Key:

Data

{'content': 'of unground wheat'}