Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλόπαππος
ὁλοποιέω
ὁλοποιός
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπράσινος
ὁλόπτερος
ὀλόπτω
ὁλόπυρος
ὁλόρριζος
ὀλός
ὅλος
ὁλοσηρικοπράτης
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
ὁλοσκωληκόβρωτος
View word page
ὁλόπτερος
with whole
ShortDef
with whole
Debugging
Headword:
ὁλόπτερος
Headword (normalized):
ὁλόπτερος
Headword (normalized/stripped):
ολοπτερος
IDX:
61601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61602
Key:
Data
{'content': 'with whole'}