Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλόπαππος
ὁλοποιέω
ὁλοποιός
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπράσινος
ὁλόπτερος
ὀλόπτω
ὁλόπυρος
ὁλόρριζος
ὀλός
ὅλος
ὁλοσηρικοπράτης
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
ὁλόσκιος
View word page
ὁλοπράσινος
all green
ShortDef
all green
Debugging
Headword:
ὁλοπράσινος
Headword (normalized):
ὁλοπράσινος
Headword (normalized/stripped):
ολοπρασινος
IDX:
61600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61601
Key:
Data
{'content': 'all green'}