Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλόπαππος
ὁλοποιέω
ὁλοποιός
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπράσινος
ὁλόπτερος
ὀλόπτω
ὁλόπυρος
ὁλόρριζος
ὀλός
ὅλος
ὁλοσηρικοπράτης
ὁλοσηρικός
ὁλοσίδηρος
View word page
ὁλοπόρφυρος
all-purple
ShortDef
all-purple
Debugging
Headword:
ὁλοπόρφυρος
Headword (normalized):
ὁλοπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
ολοπορφυρος
IDX:
61599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61600
Key:
Data
{'content': 'all-purple'}