Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλόπαππος
ὁλοποιέω
ὁλοποιός
ὁλοπόρφυρος
ὁλοπράσινος
ὁλόπτερος
ὀλόπτω
ὁλόπυρος
ὁλόρριζος
ὀλός
View word page
ὀλοόφρων
meaning mischief, baleful
ShortDef
meaning mischief, baleful
Debugging
Headword:
ὀλοόφρων
Headword (normalized):
ὀλοόφρων
Headword (normalized/stripped):
ολοοφρων
IDX:
61595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61596
Key:
Data
{'content': 'meaning mischief, baleful'}