Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλόπαππος
View word page
ὁλόμεστος
solid, without marrow

ShortDef

solid, without marrow

Debugging

Headword:
ὁλόμεστος
Headword (normalized):
ὁλόμεστος
Headword (normalized/stripped):
ολομεστος
IDX:
61586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61587
Key:

Data

{'content': 'solid, without marrow'}