Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὁλόομαι
ὀλοός
ὀλοόφρων
View word page
ὁλομερής
in entire parts, in large
ShortDef
in entire parts, in large
Debugging
Headword:
ὁλομερής
Headword (normalized):
ὁλομερής
Headword (normalized/stripped):
ολομερης
IDX:
61585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61586
Key:
Data
{'content': 'in entire parts, in large'}