Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὁλόομαι
ὀλοός
View word page
ὁλομελής
whole of limb, not dismembered
ShortDef
whole of limb, not dismembered
Debugging
Headword:
ὁλομελής
Headword (normalized):
ὁλομελής
Headword (normalized/stripped):
ολομελης
IDX:
61584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61585
Key:
Data
{'content': 'whole of limb, not dismembered'}