Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
ὁλονύκτιος
ὁλόξηρος
ὁλόομαι
View word page
ὁλομελέω
to be sound, entire

ShortDef

to be sound, entire

Debugging

Headword:
ὁλομελέω
Headword (normalized):
ὁλομελέω
Headword (normalized/stripped):
ολομελεω
IDX:
61583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61584
Key:

Data

{'content': 'to be sound, entire'}