Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλολυγαῖος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὅλονθος
ὄλονθος
ὀλονθοφορέω
ὀλονθοφόρος
View word page
ὁλόμαζος
whole, entire
ShortDef
whole, entire
Debugging
Headword:
ὁλόμαζος
Headword (normalized):
ὁλόμαζος
Headword (normalized/stripped):
ολομαζος
IDX:
61580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61581
Key:
Data
{'content': 'whole, entire'}