Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλόλιτος
ὀλολυγά
ὀλολυγαῖος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὁλομερής
ὁλόμεστος
ὅλονθος
ὄλονθος
View word page
ὄλολυς
effeminate, dissolute person
ShortDef
effeminate, dissolute person
Debugging
Headword:
ὄλολυς
Headword (normalized):
ὄλολυς
Headword (normalized/stripped):
ολολυς
IDX:
61578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61579
Key:
Data
{'content': 'effeminate, dissolute person'}