Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόλευκος
ὁλόλιθος
ὁλόλιτος
ὀλολυγά
ὀλολυγαῖος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὁλομερής
ὁλόμεστος
View word page
ὀλολυκτόλης
addicted to wailing

ShortDef

addicted to wailing

Debugging

Headword:
ὀλολυκτόλης
Headword (normalized):
ὀλολυκτόλης
Headword (normalized/stripped):
ολολυκτολης
IDX:
61576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61577
Key:

Data

{'content': 'addicted to wailing'}