Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλολαμπής
ὁλόλευκος
ὁλόλιθος
ὁλόλιτος
ὀλολυγά
ὀλολυγαῖος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
ὁλομελής
ὁλομερής
View word page
ὀλολύζω
to cry to the gods with a loud voice, cry aloud

ShortDef

to cry to the gods with a loud voice, cry aloud

Debugging

Headword:
ὀλολύζω
Headword (normalized):
ὀλολύζω
Headword (normalized/stripped):
ολολυζω
IDX:
61575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61576
Key:

Data

{'content': 'to cry to the gods with a loud voice, cry aloud'}