Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλόκυκλος
ὁλοκωνῖτις
ὁλολαμπής
ὁλόλευκος
ὁλόλιθος
ὁλόλιτος
ὀλολυγά
ὀλολυγαῖος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
ὁλομελέω
View word page
ὀλολυγμός
a loud crying
ShortDef
a loud crying
Debugging
Headword:
ὀλολυγμός
Headword (normalized):
ὀλολυγμός
Headword (normalized/stripped):
ολολυγμος
IDX:
61573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61574
Key:
Data
{'content': 'a loud crying'}