Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλόκοπος
ὁλόκυκλος
ὁλοκωνῖτις
ὁλολαμπής
ὁλόλευκος
ὁλόλιθος
ὁλόλιτος
ὀλολυγά
ὀλολυγαῖος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
ὄλολυς
ὁλομάδιστος
ὁλόμαζος
ὁλομέλας
ὁλομέλεια
View word page
ὀλόλυγμα
a loud cry
ShortDef
a loud cry
Debugging
Headword:
ὀλόλυγμα
Headword (normalized):
ὀλόλυγμα
Headword (normalized/stripped):
ολολυγμα
IDX:
61572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61573
Key:
Data
{'content': 'a loud cry'}