Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὁλοκλήρωσις
ὁλόκνημος
ὁλόκοπος
ὁλόκυκλος
ὁλοκωνῖτις
ὁλολαμπής
ὁλόλευκος
ὁλόλιθος
ὁλόλιτος
ὀλολυγά
ὀλολυγαῖος
ὀλολυγή
ὀλόλυγμα
ὀλολυγμός
ὀλολυγών
ὀλολύζω
ὀλολυκτόλης
ὀλολύκτρια
View word page
ὁλόλιθος
of massive stone
ShortDef
of massive stone
Debugging
Headword:
ὁλόλιθος
Headword (normalized):
ὁλόλιθος
Headword (normalized/stripped):
ολολιθος
IDX:
61567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61568
Key:
Data
{'content': 'of massive stone'}