Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτόω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωσις
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὁλοκλήρωσις
ὁλόκνημος
ὁλόκοπος
ὁλόκυκλος
ὁλοκωνῖτις
ὁλολαμπής
ὁλόλευκος
ὁλόλιθος
ὁλόλιτος
ὀλολυγά
View word page
ὁλόκληρος
complete in all parts, entire, perfect

ShortDef

complete in all parts, entire, perfect

Debugging

Headword:
ὁλόκληρος
Headword (normalized):
ὁλόκληρος
Headword (normalized/stripped):
ολοκληρος
IDX:
61559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61560
Key:

Data

{'content': 'complete in all parts, entire, perfect'}