Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτόω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωσις
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὁλοκλήρωσις
ὁλόκνημος
ὁλόκοπος
ὁλόκυκλος
ὁλοκωνῖτις
ὁλολαμπής
ὁλόλευκος
ὁλόλιθος
View word page
ὁλοκληρέω
to be in good health

ShortDef

to be in good health

Debugging

Headword:
ὁλοκληρέω
Headword (normalized):
ὁλοκληρέω
Headword (normalized/stripped):
ολοκληρεω
IDX:
61557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61558
Key:

Data

{'content': 'to be in good health'}