Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτόω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωσις
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὁλοκλήρωσις
ὁλόκνημος
ὁλόκοπος
ὁλόκυκλος
ὁλοκωνῖτις
ὁλολαμπής
View word page
ὁλοκαύτωμα
a whole burnt-offering, holocaust

ShortDef

a whole burnt-offering, holocaust

Debugging

Headword:
ὁλοκαύτωμα
Headword (normalized):
ὁλοκαύτωμα
Headword (normalized/stripped):
ολοκαυτωμα
IDX:
61555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61556
Key:

Data

{'content': 'a whole burnt-offering, holocaust'}