Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλοίτροχος
ὀλοίτροχος
ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτόω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωσις
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὁλοκλήρωσις
ὁλόκνημος
ὁλόκοπος
ὁλόκυκλος
View word page
ὁλόκαυτος
burnt whole
ShortDef
burnt whole
Debugging
Headword:
ὁλόκαυτος
Headword (normalized):
ὁλόκαυτος
Headword (normalized/stripped):
ολοκαυτος
IDX:
61553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61554
Key:
Data
{'content': 'burnt whole'}