Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλοθρεύω
ὁλοίτροχος
ὀλοίτροχος
ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτόω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωσις
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὁλοκλήρωσις
ὁλόκνημος
ὁλόκοπος
View word page
ὁλοκαυτέω
to bring a burnt-offering, to offer whole

ShortDef

to bring a burnt-offering, to offer whole

Debugging

Headword:
ὁλοκαυτέω
Headword (normalized):
ὁλοκαυτέω
Headword (normalized/stripped):
ολοκαυτεω
IDX:
61552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61553
Key:

Data

{'content': 'to bring a burnt-offering, to offer whole'}