Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλοθρευτής
ὀλοθρευτικός
ὀλοθρεύω
ὁλοίτροχος
ὀλοίτροχος
ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτόω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωσις
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
ὁλόκληρος
ὁλοκλήρωσις
View word page
ὁλοκάρπωμα
whole burnt-offering

ShortDef

whole burnt-offering

Debugging

Headword:
ὁλοκάρπωμα
Headword (normalized):
ὁλοκάρπωμα
Headword (normalized/stripped):
ολοκαρπωμα
IDX:
61550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61551
Key:

Data

{'content': 'whole burnt-offering'}