Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλοήμερος
ὁλοθούριον
ὀλοθρευτής
ὀλοθρευτικός
ὀλοθρεύω
ὁλοίτροχος
ὀλοίτροχος
ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτόω
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωσις
ὁλοκληρέω
ὁλοκληρία
View word page
ὁλοκαρπόομαι
to be offered as a whole burnt-offering
ShortDef
to be offered as a whole burnt-offering
Debugging
Headword:
ὁλοκαρπόομαι
Headword (normalized):
ὁλοκαρπόομαι
Headword (normalized/stripped):
ολοκαρποομαι
IDX:
61548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61549
Key:
Data
{'content': 'to be offered as a whole burnt-offering'}