Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλόγραφος
ὁλόγυρος
ὁλοδάκτυλος
ὀλοεργής
ὁλοήμερος
ὁλοθούριον
ὀλοθρευτής
ὀλοθρευτικός
ὀλοθρεύω
ὁλοίτροχος
ὀλοίτροχος
ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
ὁλοκάρπωσις
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτόω
View word page
ὀλοίτροχος
large stone, boulder

ShortDef

large stone, boulder

Debugging

Headword:
ὀλοίτροχος
Headword (normalized):
ὀλοίτροχος
Headword (normalized/stripped):
ολοιτροχος
IDX:
61544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61545
Key:

Data

{'content': 'large stone, boulder'}