Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁλόβραχυς
ὁλογράμματος
ὁλογραφέω
ὁλογραφία
ὁλόγραφος
ὁλόγυρος
ὁλοδάκτυλος
ὀλοεργής
ὁλοήμερος
ὁλοθούριον
ὀλοθρευτής
ὀλοθρευτικός
ὀλοθρεύω
ὁλοίτροχος
ὀλοίτροχος
ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
ὁλόκαρπος
ὁλοκάρπωμα
View word page
ὀλοθρευτής
a destroyer (ὀλοθρεύω LSJ)
ShortDef
a destroyer (ὀλοθρεύω LSJ)
Debugging
Headword:
ὀλοθρευτής
Headword (normalized):
ὀλοθρευτής
Headword (normalized/stripped):
ολοθρευτης
IDX:
61540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61541
Key:
Data
{'content': 'a destroyer (ὀλοθρεύω LSJ)'}