Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλοάργυρος
ὁλόβηρον
ὁλόβραχυς
ὁλογράμματος
ὁλογραφέω
ὁλογραφία
ὁλόγραφος
ὁλόγυρος
ὁλοδάκτυλος
ὀλοεργής
ὁλοήμερος
ὁλοθούριον
ὀλοθρευτής
ὀλοθρευτικός
ὀλοθρεύω
ὁλοίτροχος
ὀλοίτροχος
ὁλοκάθαρος
ὁλοκάλαμος
ὁλόκαλος
ὁλοκαρπόομαι
View word page
ὁλοήμερος
working the wholeday

ShortDef

working the wholeday

Debugging

Headword:
ὁλοήμερος
Headword (normalized):
ὁλοήμερος
Headword (normalized/stripped):
ολοημερος
IDX:
61538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61539
Key:

Data

{'content': 'working the wholeday'}