Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλμειός
ὁλμισκοειδής
ὁλμίσκος
ὁλμοειδῶς
Ὅλμοι
ὁλμοκοπέω
ὁλμοκόπος
ὁλμοποιός
ὅλμος
Ὄλμωνες
Ὀλμωνεύς
ὁλοάργυρος
ὁλόβηρον
ὁλόβραχυς
ὁλογράμματος
ὁλογραφέω
ὁλογραφία
ὁλόγραφος
ὁλόγυρος
ὁλοδάκτυλος
ὀλοεργής
View word page
Ὀλμωνεύς
inhabitant of Olmones

ShortDef

inhabitant of Olmones

Debugging

Headword:
Ὀλμωνεύς
Headword (normalized):
ὀλμωνεύς
Headword (normalized/stripped):
ολμωνευς
IDX:
61527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61528
Key:

Data

{'content': 'inhabitant of Olmones'}