Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλκός2
ὄλλιξ
ὄλλυμι
ὁλμειός
ὁλμισκοειδής
ὁλμίσκος
ὁλμοειδῶς
Ὅλμοι
ὁλμοκοπέω
ὁλμοκόπος
ὁλμοποιός
ὅλμος
Ὄλμωνες
Ὀλμωνεύς
ὁλοάργυρος
ὁλόβηρον
ὁλόβραχυς
ὁλογράμματος
ὁλογραφέω
ὁλογραφία
ὁλόγραφος
View word page
ὁλμοποιός
a maker of mortars

ShortDef

a maker of mortars

Debugging

Headword:
ὁλμοποιός
Headword (normalized):
ὁλμοποιός
Headword (normalized/stripped):
ολμοποιος
IDX:
61524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61525
Key:

Data

{'content': 'a maker of mortars'}