Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλκός
ὁλκός2
ὄλλιξ
ὄλλυμι
ὁλμειός
ὁλμισκοειδής
ὁλμίσκος
ὁλμοειδῶς
Ὅλμοι
ὁλμοκοπέω
ὁλμοκόπος
ὁλμοποιός
ὅλμος
Ὄλμωνες
Ὀλμωνεύς
ὁλοάργυρος
ὁλόβηρον
ὁλόβραχυς
ὁλογράμματος
ὁλογραφέω
ὁλογραφία
View word page
ὁλμοκόπος
one who brays in a mortar

ShortDef

one who brays in a mortar

Debugging

Headword:
ὁλμοκόπος
Headword (normalized):
ὁλμοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ολμοκοπος
IDX:
61523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61524
Key:

Data

{'content': 'one who brays in a mortar'}