Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὄλκιον
ὁλκός
ὁλκός2
ὄλλιξ
ὄλλυμι
ὁλμειός
ὁλμισκοειδής
ὁλμίσκος
ὁλμοειδῶς
Ὅλμοι
ὁλμοκοπέω
ὁλμοκόπος
ὁλμοποιός
ὅλμος
Ὄλμωνες
Ὀλμωνεύς
ὁλοάργυρος
ὁλόβηρον
ὁλόβραχυς
ὁλογράμματος
ὁλογραφέω
View word page
ὁλμοκοπέω
bray in a mortar
ShortDef
bray in a mortar
Debugging
Headword:
ὁλμοκοπέω
Headword (normalized):
ὁλμοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ολμοκοπεω
IDX:
61522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61523
Key:
Data
{'content': 'bray in a mortar'}