Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὄλισθος
ὀλισθός
Ὀλκάδες
ὁλκαδικός
ὁλκαδοχρίστης
ὁλκάζω
ὁλκαία
ὁλκαῖον
ὁλκαῖος
ὁλκάς
ὁλκεῖον
ὁλκή
View word page
ὀλισθός
slippery

ShortDef

slippery

Debugging

Headword:
ὀλισθός
Headword (normalized):
ὀλισθός
Headword (normalized/stripped):
ολισθος
IDX:
61498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61499
Key:

Data

{'content': 'slippery'}