Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁλικός
ὁλικότης
ὄλινοι
ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὄλισθος
ὀλισθός
Ὀλκάδες
ὁλκαδικός
ὁλκαδοχρίστης
ὁλκάζω
ὁλκαία
ὁλκαῖον
ὁλκαῖος
View word page
ὀλισθητικός
making slippery

ShortDef

making slippery

Debugging

Headword:
ὀλισθητικός
Headword (normalized):
ὀλισθητικός
Headword (normalized/stripped):
ολισθητικος
IDX:
61495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61496
Key:

Data

{'content': 'making slippery'}