Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
ὁλικότης
ὄλινοι
ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὄλισθος
ὀλισθός
Ὀλκάδες
ὁλκαδικός
ὁλκαδοχρίστης
ὁλκάζω
ὁλκαία
View word page
ὀλισθηρός
slippery

ShortDef

slippery

Debugging

Headword:
ὀλισθηρός
Headword (normalized):
ὀλισθηρός
Headword (normalized/stripped):
ολισθηρος
IDX:
61493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61494
Key:

Data

{'content': 'slippery'}