Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγωφελής
ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
ὁλικότης
ὄλινοι
ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὄλισθος
ὀλισθός
Ὀλκάδες
ὁλκαδικός
ὁλκαδοχρίστης
ὁλκάζω
View word page
ὀλίσθημα
slip, fall

ShortDef

slip, fall

Debugging

Headword:
ὀλίσθημα
Headword (normalized):
ὀλίσθημα
Headword (normalized/stripped):
ολισθημα
IDX:
61492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61493
Key:

Data

{'content': 'slip, fall'}