Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλίγωρος
ὀλιγωφελής
ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
ὁλικότης
ὄλινοι
ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὄλισθος
ὀλισθός
Ὀλκάδες
ὁλκαδικός
ὁλκαδοχρίστης
View word page
ὀλισθήεις
slippery
ShortDef
slippery
Debugging
Headword:
ὀλισθήεις
Headword (normalized):
ὀλισθήεις
Headword (normalized/stripped):
ολισθηεις
IDX:
61491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61492
Key:
Data
{'content': 'slippery'}