Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλιγωφελής
ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
ὁλικότης
ὄλινοι
ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὄλισθος
ὀλισθός
Ὀλκάδες
ὁλκαδικός
View word page
ὀλισθάνω
to slip, slip and fall

ShortDef

to slip, slip and fall

Debugging

Headword:
ὀλισθάνω
Headword (normalized):
ὀλισθάνω
Headword (normalized/stripped):
ολισθανω
IDX:
61490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61491
Key:

Data

{'content': 'to slip, slip and fall'}