Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγωρητέον
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλιγωφελής
ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
ὁλικότης
ὄλινοι
ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὄλισθος
ὀλισθός
Ὀλκάδες
View word page
ὄλισβος
dildo
ShortDef
dildo
Debugging
Headword:
ὄλισβος
Headword (normalized):
ὄλισβος
Headword (normalized/stripped):
ολισβος
IDX:
61489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61490
Key:
Data
{'content': 'dildo'}