Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγώρημα
ὀλιγωρητέον
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλιγωφελής
ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
ὁλικότης
ὄλινοι
ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὄλισθος
ὀλισθός
View word page
ὀλισβοκόλλιξ
loaf in the shape of a dildo
ShortDef
loaf in the shape of a dildo
Debugging
Headword:
ὀλισβοκόλλιξ
Headword (normalized):
ὀλισβοκόλλιξ
Headword (normalized/stripped):
ολισβοκολλιξ
IDX:
61488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61489
Key:
Data
{'content': 'loaf in the shape of a dildo'}