Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόω
ὀλιγόωρος
ὀλιγωρέω
ὀλιγώρημα
ὀλιγωρητέον
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλιγωφελής
ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
ὁλικότης
ὄλινοι
ὀλισβοκόλλιξ
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
View word page
ὁλικός
universal, general, absolute

ShortDef

universal, general, absolute

Debugging

Headword:
ὁλικός
Headword (normalized):
ὁλικός
Headword (normalized/stripped):
ολικος
IDX:
61485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61486
Key:

Data

{'content': 'universal, general, absolute'}